- πορνοκρατία
- η, Ν1. καθεστώς κατά το οποίο κυριαρχούν οι πόρνες2. φρ. «εποχή πορνοκρατίας»εκκλ. μεταβατική περίοδος τής ιστορίας τού παπισμού στη διάρκεια τής οποίας ο έλεγχος τού παπικού θρόνου είχε περιέλθει στην τοσκανική φατρία τού Αδελβέρτου και τής παλλακής του Θεοδώρας, η οποία, με τις κόρες της Μαροκία και Θεοδώρα παρενέβαιναν στην εκλογή και στην εκθρόνηση τών παπών, ανάλογα με τις θεμιτές ή αθέμιτες επιθυμίες τους, περίοδος με την οποία συνδέεται προφανώς και ο θρύλος τής πάπισσας Ιωάννας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. οχλο-κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.